εξοβελίζω

εξοβελίζω
εξοβελίζω, εξοβέλισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξοβελίζω — (AM ἐξοβελίζω) σημειώνω με οβελό χωρίο κειμένου που θεωρώ νόθο και συνεπώς πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο, απορρίπτω («πολλοί στίχοι τού Ομήρου εξοβελίζονται») νεοελλ. απορρίπτω, διαγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οβελίζω «σημειώνω με οβελό ως νόθο …   Dictionary of Greek

  • εξοβελίζω — εξοβέλισα, εξοβελίστηκα, εξοβελισμένος, μτβ. 1. σημειώνω με οβελό (βλ. λ.) χωρίο αρχαίου κειμένου που θεωρώ νόθο, το απορρίπτω: Πολλοί στίχοι του Αισχύλου εξοβελίζονται. 2. μτφ., απομακρύνω καθέναν που αποτελεί εμπόδιο, τον βγάζω από τη μέση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσκορακίζω — (ΑΜ ἀποσκορακίζω) [σκορακίζω] νεοελλ. 1. διώχνω, πετώ μακριά, στέλνω κατά διαβόλου 2. (για αρχαία κείμενα) αποβάλλω, απορρίπτω όσα δεν θεωρώ γνήσια χωρία, εξοβελίζω αρχ. μσν. στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ …   Dictionary of Greek

  • εξοβέλιση — η [εξοβελίζω] εξοβελισμός …   Dictionary of Greek

  • εξοβελισμός — ο [εξοβελίζω] η αποβολή χωρίου από ένα κείμενο επειδή χαρακτηρίζεται νόθο …   Dictionary of Greek

  • εξοστρακίζω — (AM ἐξοστρακίζω) 1. απομακρύνω, εκτοπίζω κάποιον από τη χώρα 2. εξοβελίζω, διαγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οστρακίζω*] …   Dictionary of Greek

  • εξοστρακίζω — εξοστράκισα, εξοστρακίστηκα, εξοστρακισμένος, μτβ. 1. εξορίζω κάποιον με οστρακισμό (βλ. λ.), τον εκτοπίζω, τον διώχνω έξω από τα όρια της πόλης. 2. μτφ., αποβάλλω κάτι, απομακρύνω, εξοβελίζω, ξεκουμπίζω: Εξοστράκισε πολλά ελαττώματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”